Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τορνευτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τορνευτ
ός
η
τορνευτ
ή
το
τορνευτ
ό
γενική
του
τορνευτ
ού
της
τορνευτ
ής
του
τορνευτ
ού
αιτιατική
τον
τορνευτ
ό
την
τορνευτ
ή
το
τορνευτ
ό
κλητική
τορνευτ
έ
τορνευτ
ή
τορνευτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τορνευτ
οί
οι
τορνευτ
ές
τα
τορνευτ
ά
γενική
των
τορνευτ
ών
των
τορνευτ
ών
των
τορνευτ
ών
αιτιατική
τους
τορνευτ
ούς
τις
τορνευτ
ές
τα
τορνευτ
ά
κλητική
τορνευτ
οί
τορνευτ
ές
τορνευτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τορνευτός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
τορνευτός
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τορνευτός