αντίστοιχο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντίστοιχο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντίστοιχος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντίστοιχο ουδέτερο
- (έναρθρο) κάτι που επιτελεί την αντίστοιχη λειτουργία με κάτι άλλο
- ο καγκελάριος στο γερμανικό πολιτικό σύστημα είναι το αντίστοιχο του δικού μας πρωθυπουργού
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντίστοιχο