Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντίστοιχο ουδέτερο

  • (έναρθρο) κάτι που επιτελεί την αντίστοιχη λειτουργία με κάτι άλλο
          Ο καγκελάριος στο γερμανικό πολιτικό σύστημα είναι το αντίστοιχο του δικού μας πρωθυπουργού.

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
αντίστοιχο: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία