αντίστοιχο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /anˈdi.sti.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντί‐στοι‐χο
- τονικό παρώνυμο: αντιστοιχώ
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- αντίστοιχο: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντίστοιχος (εννοείται ουδέτρο ουσιαστικό, όπως «πράγμα»)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αντίστοιχο ουδέτερο
- (έναρθρο) κάτι που επιτελεί την αντίστοιχη λειτουργία με κάτι άλλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντίστοιχο
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- αντίστοιχο: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
αντίστοιχο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντίστοιχος
Πηγές
επεξεργασία
- αντίστοιχο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας