Ετυμολογία

επεξεργασία
αντίστοιχο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντίστοιχος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντίστοιχο ουδέτερο

  1. (έναρθρο) κάτι που επιτελεί την αντίστοιχη λειτουργία με κάτι άλλο
    ο καγκελάριος στο γερμανικό πολιτικό σύστημα είναι το αντίστοιχο του δικού μας πρωθυπουργού

  Μεταφράσεις

επεξεργασία