Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τορναδόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
τορναδόρ
ος
οι
τορναδόρ
οι
γενική
του
τορναδόρ
ου
των
τορναδόρ
ων
αιτιατική
τον
τορναδόρ
ο
τους
τορναδόρ
ους
κλητική
τορναδόρ
ε
τορναδόρ
οι
Κατηγορία
όπως «
δρόμος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Γυναίκα τορναδόρος.
Ετυμολογία
επεξεργασία
τορναδόρος
<
τόρνος
+
-αδόρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τορναδόρος
αρσενικό
(
επάγγελμα
)
χειριστής
τόρνου
, τεχνίτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τορναδόρος
αγγλικά
:
lathe wielder
(en)
,
lathe operator
(en)
,
machinist
(en)