μορφοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μορφοποίηση | οι | μορφοποιήσεις |
γενική | της | μορφοποίησης* | των | μορφοποιήσεων |
αιτιατική | τη | μορφοποίηση | τις | μορφοποιήσεις |
κλητική | μορφοποίηση | μορφοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μορφοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμορφοποίηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μορφοποιώ
- το να δίνω μορφή σε κάτι
- (πληροφορική) η επεξεργασία και η απόδοση στιλ (χρώματα, bold, κλπ) κατά την επεξεργασία κειμένου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία η ενέργεια του μορφοποιώ