↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μορφοποίηση οι μορφοποιήσεις
      γενική της μορφοποίησης* των μορφοποιήσεων
    αιτιατική τη μορφοποίηση τις μορφοποιήσεις
     κλητική μορφοποίηση μορφοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μορφοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μορφοποίηση < μορφοποιώ + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μορφοποίηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία