Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μορφοποίηση οι μορφοποιήσεις
      γενική της μορφοποίησης* των μορφοποιήσεων
    αιτιατική τη μορφοποίηση τις μορφοποιήσεις
     κλητική μορφοποίηση μορφοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μορφοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μορφοποίηση < μορφοποιώ + -ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μορφοποίηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία