μορφοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμορφοποιώ (παθητική φωνή: μορφοποιούμαι)
- δίνω σε κάτι συγκεκριμένη μορφή
- δίνω σε κάτι την επιθυμητή μορφή
- το κείμενο πρέπει να μορφοποιηθεί για να εκτυπωθεί
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μορφοποιώ | μορφοποιούσα | θα μορφοποιώ | να μορφοποιώ | μορφοποιώντας | |
β' ενικ. | μορφοποιείς | μορφοποιούσες | θα μορφοποιείς | να μορφοποιείς | (μορφοποίει) | |
γ' ενικ. | μορφοποιεί | μορφοποιούσε | θα μορφοποιεί | να μορφοποιεί | ||
α' πληθ. | μορφοποιούμε | μορφοποιούσαμε | θα μορφοποιούμε | να μορφοποιούμε | ||
β' πληθ. | μορφοποιείτε | μορφοποιούσατε | θα μορφοποιείτε | να μορφοποιείτε | μορφοποιείτε | |
γ' πληθ. | μορφοποιούν(ε) | μορφοποιούσαν(ε) | θα μορφοποιούν(ε) | να μορφοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μορφοποίησα | θα μορφοποιήσω | να μορφοποιήσω | μορφοποιήσει | ||
β' ενικ. | μορφοποίησες | θα μορφοποιήσεις | να μορφοποιήσεις | μορφοποίησε | ||
γ' ενικ. | μορφοποίησε | θα μορφοποιήσει | να μορφοποιήσει | |||
α' πληθ. | μορφοποιήσαμε | θα μορφοποιήσουμε | να μορφοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | μορφοποιήσατε | θα μορφοποιήσετε | να μορφοποιήσετε | μορφοποιήστε | ||
γ' πληθ. | μορφοποίησαν μορφοποιήσαν(ε) |
θα μορφοποιήσουν(ε) | να μορφοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μορφοποιήσει | είχα μορφοποιήσει | θα έχω μορφοποιήσει | να έχω μορφοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μορφοποιήσει | είχες μορφοποιήσει | θα έχεις μορφοποιήσει | να έχεις μορφοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μορφοποιήσει | είχε μορφοποιήσει | θα έχει μορφοποιήσει | να έχει μορφοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μορφοποιήσει | είχαμε μορφοποιήσει | θα έχουμε μορφοποιήσει | να έχουμε μορφοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μορφοποιήσει | είχατε μορφοποιήσει | θα έχετε μορφοποιήσει | να έχετε μορφοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μορφοποιήσει | είχαν μορφοποιήσει | θα έχουν μορφοποιήσει | να έχουν μορφοποιήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μορφοποιούμαι | μορφοποιούμουν | θα μορφοποιούμαι | να μορφοποιούμαι | μορφοποιούμενος | |
β' ενικ. | μορφοποιείσαι | μορφοποιούσουν | θα μορφοποιείσαι | να μορφοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | μορφοποιείται | μορφοποιούνταν | θα μορφοποιείται | να μορφοποιείται | ||
α' πληθ. | μορφοποιούμαστε | μορφοποιούμασταν μορφοποιούμαστε |
θα μορφοποιούμαστε | να μορφοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | μορφοποιείστε | μορφοποιούσασταν μορφοποιούσαστε |
θα μορφοποιείστε | να μορφοποιείστε | μορφοποιείστε | |
γ' πληθ. | μορφοποιούνται | μορφοποιούνταν | θα μορφοποιούνται | να μορφοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μορφοποιήθηκα | θα μορφοποιηθώ | να μορφοποιηθώ | μορφοποιηθεί | ||
β' ενικ. | μορφοποιήθηκες | θα μορφοποιηθείς | να μορφοποιηθείς | μορφοποιήσου | ||
γ' ενικ. | μορφοποιήθηκε | θα μορφοποιηθεί | να μορφοποιηθεί | |||
α' πληθ. | μορφοποιηθήκαμε | θα μορφοποιηθούμε | να μορφοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | μορφοποιηθήκατε | θα μορφοποιηθείτε | να μορφοποιηθείτε | μορφοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | μορφοποιήθηκαν μορφοποιηθήκαν(ε) |
θα μορφοποιηθούν(ε) | να μορφοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μορφοποιηθεί | είχα μορφοποιηθεί | θα έχω μορφοποιηθεί | να έχω μορφοποιηθεί | μορφοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις μορφοποιηθεί | είχες μορφοποιηθεί | θα έχεις μορφοποιηθεί | να έχεις μορφοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει μορφοποιηθεί | είχε μορφοποιηθεί | θα έχει μορφοποιηθεί | να έχει μορφοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μορφοποιηθεί | είχαμε μορφοποιηθεί | θα έχουμε μορφοποιηθεί | να έχουμε μορφοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε μορφοποιηθεί | είχατε μορφοποιηθεί | θα έχετε μορφοποιηθεί | να έχετε μορφοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μορφοποιηθεί | είχαν μορφοποιηθεί | θα έχουν μορφοποιηθεί | να έχουν μορφοποιηθεί |