Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μορφοποιώ < μορφή + ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

μορφοποιώ (παθητική φωνή: μορφοποιούμαι)

  1. δίνω σε κάτι συγκεκριμένη μορφή
  2. δίνω σε κάτι την επιθυμητή μορφή
    το κείμενο πρέπει να μορφοποιηθεί για να εκτυπωθεί

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία