Ετυμολογία

επεξεργασία
μορφοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος μορφοποιώ

μορφοποιούμαι (στο τρίτο πρόσωπο)

  1. για έντυπα ή άλλα μέσα τα κείμενα των οποίων, η ύλη, πρέπει να πάρει συγκεκριμένη μορφή ώστε να σελιδοποιηθεί και να τυπωθεί ή να δημοσιευθεί σε άλλο μέσο
    τα μορφοποιημένα κείμενα είναι τα διαμορφωμένα με τα κατάλληλα στοιχεία, μεγέθη και χαρακτηριστικά ώστε να προωθηθούν στο επόμενο στάδιο επεξεργασίας προτου εκτυπωθουν ή δημοσιευθούν
  2. κάτι ασαφές ή αφηρημένο ή συγκεχυμένο παίρνει πιο κατανοητή μορφή
    μορφοποιούνται σκέψεις, προβληματισμοι, σχέδια, όνειρα
  3. μια εικόνα, ένα βίντεο, μια φωτογραφία ή και μια ολόκληρη ταινια μεγάλου μήκους αλλάζει μορφή με ψηφιακά μέσα
    μορφοποιούνται οι ταινιες κινουμένων σχεδίων αλλά και οπτικο υλικό που κάποιος θέλει να παραμορφώσει
  4. (υπολογιστές) σχηματίζονται οι λογικές δομές αλλά και η υλική δομή σε ένα σκληρό δίσκο υπολογιστή ή σε μια δισκέτα (φορμάτ)
    μορφοποιειται ο δίσκος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία