Ετυμολογία

επεξεργασία
τορνευτής < ελληνιστική κοινή τορνευτής[1] < αρχαία ελληνική τορνεύω < τόρνος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τορνευτής αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τορνευτής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

τορνευτής