Ετυμολογία

επεξεργασία
artifice < λατινική artificium (τέχνη, επάγγελμα)

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
artifice artifices

artifice (fr)

  • το τέχνασμα
    il a inventé un artifice pour se tirer de cette impasse - εφεύρε ένα τέχνασμα για να ξεφύγει από αυτό το αδιέξοδο

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία