combine
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | combine |
γ΄ ενικό ενεστώτα | combines |
αόριστος | combined |
παθητική μετοχή | combined |
ενεργητική μετοχή | combining |
Ρήμα
επεξεργασίαcombine (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συνδυάζω, ενώνονται για να σχηματίσουν ένα ενιαίο πράγμα ή ομάδα· ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα ή ομάδες μαζί για να σχηματίσουν ένα ενιαίο
- ⮡ If you combine all those facts/all those details…
- Αν συνδυάσεις όλα αυτά τα γεγονότα/όλες αυτές τις λεπτομέρειες…
- (μεταβατικό) συνδυάζω, έχω δύο ή περισσότερα διαφορετικά χαρακτηριστικά, βάζω δύο ή περισσότερα διαφορετικά πράγματα ή χαρακτηριστικά μαζί
- ⮡ She combines beauty and intelligence.
- Συνδυάζει ομορφιά και εξυπνάδα.
- ⮡ She combines beauty and intelligence.
- (μεταβατικό) συνδυάζω, κάνω δύο ή περισσότερα πράγματα ταυτόχρονα
- ⮡ I am combining work with pleasure.
- Συνδυάζω τη δουλειά με την ψυχαγωγία.
- ⮡ I am combining work with pleasure.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ταιριάζω, συνδυάζω, μαζεύονται για να δουλεύουν μαζί, συνδυάζω δύο πράγματα ή ομάδες έτσι ώστε να δουλεύουν μαζί
- ⮡ The wallpaper combines well with the curtains.
- Η ταπετσαρία ταιριάζει με τις κουρτίνες.
- ⮡ These two colors combine together nicely.
- Αυτά τα δυο χρώματα συνδυάζονται ωραία.
- ⮡ The wallpaper combines well with the curtains.
Πηγές
επεξεργασία- combine - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 845. ISBN 9780194325684., λήμμα: συνδυάζω
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcombine (fr)
- η κομπίνα