κομπίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κομπίνα | οι | κομπίνες |
γενική | της | κομπίνας | των | κομπίνων |
αιτιατική | την | κομπίνα | τις | κομπίνες |
κλητική | κομπίνα | κομπίνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κομπίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική combine < combiner < λατινική combinare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος combino < com- + binus < bis < duo < *duwo (“δύο”) / *dwóh₁
- κομπίνα < (άμεσο δάνειο) γερμανική Kombine < ρωσική комба́йн < αγγλική combine < γαλλική combine
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κομπίνα θηλυκό
- απατεώνικη ενέργεια ή επιχείρηση που αποσκοπεί στον προσπορισμό οικονομικού ή άλλου οφέλους
- (οικείο) θεριζοαλωνιστική μηχανή
Συγγενικά επεξεργασία
- κομπιναδόρικα
- κομπιναδόρικος
- κομπιναδόρισσα
- κομπιναδόρος
- → δείτε τη λέξη δύο
Μεταφράσεις επεξεργασία
απάτη
θεριζοαλωνιστική μηχανή
|