Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κομπίνα οι κομπίνες
      γενική της κομπίνας των κομπίνων
    αιτιατική την κομπίνα τις κομπίνες
     κλητική κομπίνα κομπίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. κομπίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική combine < combiner < λατινική combinare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος combino < com- + binus < bis < duo < *duwo ‎(“δύο”) / *dwóh₁
  2. κομπίνα < (άμεσο δάνειο) γερμανική Kombine < ρωσική комба́йн < αγγλική combine < γαλλική combine

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /komˈbi.na/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κομπίνα θηλυκό

  1. απατεώνικη ενέργεια ή επιχείρηση που αποσκοπεί στον προσπορισμό οικονομικού ή άλλου οφέλους
     συνώνυμα: απατεωνιά, απάτη, καλπουζανιά, κόλπο, μηχανή
  2. (οικείο) θεριζοαλωνιστική μηχανή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία