διαδρομή
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διαδρομή < αρχαία ελληνική διαδρομή
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διαδρομή θηλυκό
- το σύνολο των χώρων που περνάει κάποιος πηγαίνοντας από ένα σημείο σε ένα άλλο
- (συνεκδοχικά) ο χρόνος που χρειάζεται για να πάει κάποιος από ένα σημείο σε άλλο
- (δίκτυο υπολογιστών) path: η ακολουθία των κόμβων (nodes) από όπου διέρχεται ένα πακέτο (packet) στα δίκτυα μεταγωγής για να φθάσει τον κόμβο προορισμού (destination node)
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διαδρομή
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διαδρομή < διαδραμεῖν
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διαδρομή
- η μετάβαση από το ένα μέρος στο άλλο
- (αστρονομία) η τροχιά