μεταγωγή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταγωγή < ελληνιστική κοινή μεταγωγή. Συγχρονικά αναλύεται σε μετ- + αγωγή.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ta.ɣoˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐γω‐γή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταγωγή θηλυκό
- η μεταφορά κρατούμενου με αστυνομική συνοδεία
- (δίκτυο υπολογιστών) switching: η διαδικασία μετάδοσης της πληροφορίας μέσω διαδοχικών ενδιάμεσων κόμβων (nodes) προκειμένου να επικοινωνήσουν δύο τερματικοί κόμβοι
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεταγωγή