↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεταγωγή οι μεταγωγές
      γενική της μεταγωγής των μεταγωγών
    αιτιατική τη μεταγωγή τις μεταγωγές
     κλητική μεταγωγή μεταγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταγωγή < ελληνιστική κοινή μεταγωγή. Συγχρονικά αναλύεται σε μετ- + αγωγή.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.ta.ɣoˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐γω‐γή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεταγωγή θηλυκό

  1. η μεταφορά κρατούμενου με αστυνομική συνοδεία
  2. (δίκτυο υπολογιστών) switching: η διαδικασία μετάδοσης της πληροφορίας μέσω διαδοχικών ενδιάμεσων κόμβων (nodes) προκειμένου να επικοινωνήσουν δύο τερματικοί κόμβοι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία