διαμεταγωγή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαμεταγωγή < δια- + μεταγωγή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική throughput)
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαμεταγωγή θηλυκό
- (πληροφορική) η αποστολή ή λήψη δεδομένων από κάποιο πληροφοριακό σύστημα
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαμεταγωγή