Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαμεταγωγή οι διαμεταγωγές
      γενική της διαμεταγωγής των διαμεταγωγών
    αιτιατική τη διαμεταγωγή τις διαμεταγωγές
     κλητική διαμεταγωγή διαμεταγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμεταγωγή < δια- + μεταγωγή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική throughput)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαμεταγωγή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία