throughput
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- throughput < 1808, σκοτική αργκό: throughput με την σημασία: «ενέργεια, δραστηριότητα» < through + put
βιομηχανική σημασία από το 1915
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
throughput (en) μόνο ενικός
- διεκπεραιωτικότητα
- ≈ συνώνυμα: work rate
- (πληροφορική) διεκπεραιωτική ικανότητα, διαμεταγωγή, παροχέτευση
Σύνθετα επεξεργασία
- high-throughput screening