διαμεταγωγικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαμεταγωγικός < διαμεταγωγή + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαδιαμεταγωγικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη διαμεταγωγή ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις διαμεταγωγή, μεταγωγή, μετάγω, μετά και άγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαμεταγωγικός
|