μετάγω
![]() |
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μετάγω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μετάγω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /meˈta.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τά‐γω
ΡήμαΕπεξεργασία
μετάγω, πρτ.: μετήγα, αόρ.: μετήγαγα, παθ.φωνή: μετάγομαι
- (λόγιο) μετακινώ από το ένα μέρος στο άλλο
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μετάγω
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «μετάγω» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «μετάγω» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «μετάγω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.