transduction
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
transduction (en)
- μορφοτροπή, μορφομετατροπή
- μεταφραστικός μετασχηματισμός σήματος-πληροφορίας (πχ. από φωτόνια στο μάτι σε αντιλήψιμους-κατάλληλους οπτικούς νευρικούς παλμούς[1])
- μεταγωγή, διαμεταγωγή
- ενσωμάτωση ιικού DNA (ή τμήματός του)
Συγγενικά επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
transduction | transductions |
Ουσιαστικό επεξεργασία
transduction (fr) θηλυκό