Ουσιαστικό

επεξεργασία

transduction (en)

  1. μορφοτροπή, μορφομετατροπή
    • μεταφραστικός μετασχηματισμός σήματος-πληροφορίας (πχ. από φωτόνια στο μάτι σε αντιλήψιμους-κατάλληλους οπτικούς νευρικούς παλμούς[1])
  2. μεταγωγή, διαμεταγωγή
  3. ενσωμάτωση ιικού DNA (ή τμήματός του)

Συγγενικά

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
transduction transductions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

transduction (fr) θηλυκό

  1. μορφοτροπή

Συγγενικά

επεξεργασία