Ετυμολογία

επεξεργασία
path < (κληρονομημένο) μέση αγγλική path < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική pæþ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɑːθ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
path paths

path (en)

  1. το μονοπάτι, ο δρόμος (κυριολεκτικά και μεταφορικά)
    ⮡  We were climbing on the path.
    Ανεβαίναμε από το μονοπάτι.
  2. (πληροφορική) ιεραρχική δομή δένδρου (tree) για την οργάνωση των αρχείων, σε μοναδικές θέσεις μέσα σε ένα σύστημα αρχείων (file system)
    δείτε επίσης: path (computing) στην αγγλική Βικιπαίδεια
  3. (δίκτυο υπολογιστών) διαδρομή[1]
     συνώνυμα: route

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.