path
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- path < (κληρονομημένο) μέση αγγλική path < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική pæþ
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
path | paths |
path (en)
- το μονοπάτι, ο δρόμος (κυριολεκτικά και μεταφορικά)
- ⮡ We were climbing on the path.
- Ανεβαίναμε από το μονοπάτι.
- ⮡ We were climbing on the path.
- (πληροφορική) ιεραρχική δομή δένδρου (tree) για την οργάνωση των αρχείων, σε μοναδικές θέσεις μέσα σε ένα σύστημα αρχείων (file system)
- δείτε επίσης: path (computing) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (δίκτυο υπολογιστών) διαδρομή[1]
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.