ἐπιβάτις
(Ανακατεύθυνση από επιβάτις)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐπιβάτις < ελληνιστική κοινή ἐπιβάτ(ης) (στην ελληνιστική σημασία) + κατάληξη θηλυκού -ις, γενική: -ιδος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐπιβάτις θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η επιβάτρια, θηλυκό του ἐπιβάτης