↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαθρεπιβίβαση οι λαθρεπιβιβάσεις
      γενική της λαθρεπιβίβασης* των λαθρεπιβιβάσεων
    αιτιατική τη λαθρεπιβίβαση τις λαθρεπιβιβάσεις
     κλητική λαθρεπιβίβαση λαθρεπιβιβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λαθρεπιβιβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαθρεπιβίβαση (νεολογισμός) < λαθρ- + επιβίβαση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαθρεπιβίβαση θηλυκό

  • (νεολογισμός, επίσημο) παράνομη επιβίβαση σε μέσα μαζικής μεταφοράς χωρίς καταβολή χρημάτων
    ※  Πράγματι, η λαθρεπιβίβαση / εισιτηριοδιαφυγή αποτελεί "μάστιγα" για τις αστικές συγκοινωνίες της Αθήνας, επιφέροντας τεράστια απώλεια εσόδων, κυρίως στα λεωφορεία. Το μέγεθος της λαθρεπιβίβασης είναι δύσκολο να προσδιοριστεί επακριβώς, αλλά είναι εκτεταμένο στα λεωφορεία, αντίθετα πιο περιορισμένο στο μετρό, λόγω του κλειστού συστήματος.
    Με πρωθυπουργική εντολή, "σαφάρι" στους λαθρεπιβάτες στα ΜΜΜ, 12-10-2022, @capital.gr, συντάκτης: Φώτης Φωτεινός, ημερομηνία ανάκτησης: 13-11-2024.

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία