μέσο μαζικής μεταφοράς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μέσο μαζικής μεταφοράς | τα | μέσα μαζικής μεταφοράς |
γενική | του | μέσου μαζικής μεταφοράς | των | μέσων μαζικής μεταφοράς |
αιτιατική | το | μέσο μαζικής μεταφοράς | τα | μέσα μαζικής μεταφοράς |
κλητική | μέσο μαζικής μεταφοράς | μέσα μαζικής μεταφοράς | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαμέσο μαζικής μεταφοράς ουδέτερο
- μέσο μεταφορών το οποίο μεταφέρει επιβάτες μαζικά, όπως το λεωφορείο, το τρένο και το αεροπλάνο
- ※ Την απόφαση της κυβέρνησης για επίταξη των απεργών της εταιρείας Σταθερές Συγκοινωνίες (ΣΤΑΣΥ) ακολούθησε απεργιακή συσπείρωση των εργαζομένων σε όλες τις αστικές συγκοινωνίες. Αποτέλεσμα είναι και σήμερα να σημειώνεται κυκλοφοριακό μπλακ άουτ, καθώς δεν κινείται κανένα μέσο μαζικής μεταφοράς.
- Αλεξάνδρα Κασσίμη, Ακινητοποιούν όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς, Η Καθημερινή, 25 Ιανουαρίου 2013
- ※ Την απόφαση της κυβέρνησης για επίταξη των απεργών της εταιρείας Σταθερές Συγκοινωνίες (ΣΤΑΣΥ) ακολούθησε απεργιακή συσπείρωση των εργαζομένων σε όλες τις αστικές συγκοινωνίες. Αποτέλεσμα είναι και σήμερα να σημειώνεται κυκλοφοριακό μπλακ άουτ, καθώς δεν κινείται κανένα μέσο μαζικής μεταφοράς.
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ΜΜΜ (συντομογραφία)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μέσο μαζικής μεταφοράς
Πηγές
επεξεργασία- μαζικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας