ΜΜΜ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ΜΜΜ < Μέσο Μαζικής Μεταφοράς
Συντομομορφή επεξεργασία
Μ.Μ.Μ. ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό) άκλιτο ακρωνύμιο
- συντομογραφία του μέσο μαζικής μεταφοράς
- ※ Μέσα στο 2016 θα τεθεί σε λειτουργία το ηλεκτρονικό εισιτήριο στα ΜΜΜ (*)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ΜΜΜ
|