μπλακ άουτ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπλακ άουτ < (άμεσο δάνειο) αγγλική blackout[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈblak ˈa.ut/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπλακ άουτ ουδέτερο άκλιτο
- αιφνίδια διακοπή ηλεκτροδότησης σε μεγάλη περιοχή
- ※ Σε συναγερμό παραμένει ο Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ) για την αποφυγή ενός μπλακ άουτ στο Λεκανοπέδιο Αττικής.
- Χρήστος Κολώνας, Παραμένει ο συναγερμός για μπλακ άουτ στην Αττική, Το Βήμα, 6 Αυγούστου 2021
- ※ Σε συναγερμό παραμένει ο Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ) για την αποφυγή ενός μπλακ άουτ στο Λεκανοπέδιο Αττικής.
- (μεταφορικά) αιφνίδια διακοπή λειτουργίας
- ※ Την απόφαση της κυβέρνησης για επίταξη των απεργών της εταιρείας Σταθερές Συγκοινωνίες (ΣΤΑΣΥ) ακολούθησε απεργιακή συσπείρωση των εργαζομένων σε όλες τις αστικές συγκοινωνίες. Αποτέλεσμα είναι και σήμερα να σημειώνεται κυκλοφοριακό μπλακ άουτ, καθώς δεν κινείται κανένα μέσο μαζικής μεταφοράς.
- Αλεξάνδρα Κασσίμη, Ακινητοποιούν όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς, Η Καθημερινή, 25 Ιανουαρίου 2013
- ※ Την απόφαση της κυβέρνησης για επίταξη των απεργών της εταιρείας Σταθερές Συγκοινωνίες (ΣΤΑΣΥ) ακολούθησε απεργιακή συσπείρωση των εργαζομένων σε όλες τις αστικές συγκοινωνίες. Αποτέλεσμα είναι και σήμερα να σημειώνεται κυκλοφοριακό μπλακ άουτ, καθώς δεν κινείται κανένα μέσο μαζικής μεταφοράς.
- (ιατρική) απώλεια συνείδησης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μπλακ άουτ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μπλακ_άουτ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας