Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπλακάουτ < (άμεσο δάνειο) αγγλική blackout

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /blaˈka.ut/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπλα‐κά‐ουτ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπλακάουτ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία