συσκότιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συσκότιση | οι | συσκοτίσεις |
γενική | της | συσκότισης* | των | συσκοτίσεων |
αιτιατική | τη | συσκότιση | τις | συσκοτίσεις |
κλητική | συσκότιση | συσκοτίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συσκοτίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συσκότιση < συσκοτίζω + -ση < αρχαία ελληνική συσκοτάζω < σκότος (3. μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική obscurcissement)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυσκότιση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συσκοτίζω
- το σκοτείνιασμα
- το μπλακάουτ
- (μεταφορικά) η πρόκληση σύγχυσης
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συσκότιση