Ετυμολογία

επεξεργασία
συσκοτίζω < μεσαιωνική ελληνική συσκοτίζω < αρχαία ελληνική συσκοτάζω < σκότος (3. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική obscurcir)

συσκοτίζω (παθητική φωνή: συσκοτίζομαι)

  1. κάνω πιο σκοτεινό ένα χώρο μειώνοντας το (φυσικό ή τεχνητό) φως
  2. προκαλώ μπλακάουτ
  3. (μεταφορικά) προκαλώ σύγχυση, ώστε να μπερδέψω ή να παραπλανήσω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία