Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
obscurcissement obscurcissements

  Ουσιαστικό επεξεργασία

obscurcissement (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη obscur