public transportation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- public transportation < → δείτε τις λέξεις public και transportation
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαpublic transportation (en) (μη μετρήσιμο)
- (αμερικανικά αγγλικά) το μέσο μαζικής μεταφοράς
- ↪ When are you in the city, use public transportation.
- Όταν είσαι στην πόλη, χρησιμοποίησε τα μέσα μαζικής μεταφοράς.
- ↪ When are you in the city, use public transportation.