Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

transportation (en)

  1. η μεταφορά αγαθών - επιβατών
  2. (ΗΠΑ) μεταφορικό μέσο
  3. η εκτόπιση (καταδίκων, εξορίστων)