εισιτηριοαποφυγή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εισιτηριοαποφυγή θηλυκό
- (νεολογισμός) η αποφυγή έκδοσης εισιτηρίων από τους επιβάτες ΜΜΜ
- Σήμερα πολλά εκδοτήρια σταθμών της πρώην ΗΣΑΠ είτε υπολειτουργούν, είτε είναι εντελώς κλειστά, με αποτέλεσμα την τεράστια εισιτηριοδιαφυγή ή και εισιτηριοαποφυγή, και τούτο όχι με αποκλειστική ευθύνη των επιβατών. (*)
επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εισιτηριοαποφυγή
|