Δείτε επίσης: εισιτηριοδιαφυγή, εισφοροδιαφυγή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εισιτηριοαποφυγή οι εισιτηριοαποφυγές
      γενική της εισιτηριοαποφυγής των εισιτηριοαποφυγών
    αιτιατική την εισιτηριοαποφυγή τις εισιτηριοαποφυγές
     κλητική εισιτηριοαποφυγή εισιτηριοαποφυγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εισιτηριοαποφυγή < εισιτήριο + -ο- + αποφυγή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εισιτηριοαποφυγή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία