εισφοροδιαφυγή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εισφοροδιαφυγή θηλυκό
- (νεολογισμός) η απώλεια εσόδων λόγω αποφυγής πληρωμής εισφορών
- Στις καταγραφές για τις αιτίες των προβλημάτων και των αδιεξόδων του Ασφαλιστικού όλοι οι μελετητές συμφωνούν ότι σημαντικό ρόλο κατέχει η εισφοροδιαφυγή. (*)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εισφοροδιαφυγή
|