Δείτε επίσης: φοροδιαφυγή, εισιτηριοδιαφυγή, εισιτηριοαποφυγή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εισφοροδιαφυγή οι εισφοροδιαφυγές
      γενική της εισφοροδιαφυγής των εισφοροδιαφυγών
    αιτιατική την εισφοροδιαφυγή τις εισφοροδιαφυγές
     κλητική εισφοροδιαφυγή εισφοροδιαφυγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εισφοροδιαφυγή < εισφορά + -ο- + διαφυγή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εισφοροδιαφυγή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία