εισιτηριοδιαφυγή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εισιτηριοδιαφυγή < εισιτήρι(ο) + -ο- + διαφυγή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.si.ti.ɾi.o.ði̯a.fiˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐σι‐τή‐ρι‐ο‐δι‐α‐φυ‐γή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεισιτηριοδιαφυγή θηλυκό
- (νεολογισμός) η απώλεια εσόδων λόγω μη έκδοσης εισιτηρίων από τους επιβάτες
- ※ Σήμερα πολλά εκδοτήρια σταθμών της πρώην ΗΣΑΠ είτε υπολειτουργούν, είτε είναι εντελώς κλειστά, με αποτέλεσμα την τεράστια εισιτηριοδιαφυγή ή και εισιτηριοαποφυγή, και τούτο όχι με αποκλειστική ευθύνη των επιβατών. (*)