εισιτηριοδιαφυγή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εισιτηριοδιαφυγή (νεολογισμός) < εισιτήρι(ο) + -ο- + διαφυγή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.si.ti.ɾi.o.ði̯a.fiˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐σι‐τή‐ρι‐ο‐δι‐α‐φυ‐γή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεισιτηριοδιαφυγή θηλυκό
- (νεολογισμός) η απώλεια εσόδων λόγω μη έκδοσης εισιτηρίων από τους επιβάτες
- ※ Σήμερα πολλά εκδοτήρια σταθμών της πρώην ΗΣΑΠ είτε υπολειτουργούν, είτε είναι εντελώς κλειστά, με αποτέλεσμα την τεράστια εισιτηριοδιαφυγή ή και εισιτηριοαποφυγή, και τούτο όχι με αποκλειστική ευθύνη των επιβατών. (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- εισιτηριοδιαφυγή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- εισιτηριοδιαφυγή - Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr