Ετυμολογία

επεξεργασία
ζευγαρώνω < ζευγάρ(ι) + -ώνω  δείτε τη λέξη ζεύγος

ζευγαρώνω, αόρ.: ζευργάρωσα, παθ.φωνή: ζευγαρώνομαι, π.αόρ.: ζευγαρώθηκα, μτχ.π.π.: ζευγαρωμένος[1]

  1. (αμετάβατο) γίνομαι ζευγάρι με κάποιον / κάποια, αναπτύσσω ερωτική σχέση μαζί του / της
  2. (μεταβατικό)
    1. (για ζώα) εκτελώ τη διαδικασία αναπαραγωγής
    2. φέρνω σε επαφή άτομα ή ζώα διαφορετικού φύλου με σκοπό τη σύναψη σχέσης ή την επιλεγμένη γονιμοποίηση αντίστοιχα
    3. ταιριάζω ένα αντικείμενο με ένα άλλο πανομοιότυπό του που προϋπάρχει, ώστε να αποτελούν ζευγάρι

Συγγενικά

επεξεργασία

Παθητική φωνή: [1]

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1 2 με τύπους παθητικής φωνής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)