ζευγαρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ze.vɣaˈɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζευ‐γα‐ρώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαζευγαρώνω, αόρ.: ζευργάρωσα, παθ.φωνή: ζευγαρώνομαι, π.αόρ.: ζευγαρώθηκα, μτχ.π.π.: ζευγαρωμένος[1]
- (αμετάβατο) γίνομαι ζευγάρι με κάποιον / κάποια, αναπτύσσω ερωτική σχέση μαζί του / της
- (μεταβατικό)
- (για ζώα) εκτελώ τη διαδικασία αναπαραγωγής
- φέρνω σε επαφή άτομα ή ζώα διαφορετικού φύλου με σκοπό τη σύναψη σχέσης ή την επιλεγμένη γονιμοποίηση αντίστοιχα
- ταιριάζω ένα αντικείμενο με ένα άλλο πανομοιότυπό του που προϋπάρχει, ώστε να αποτελούν ζευγάρι
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη ζεύγος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ζευγαρώνω | ζευγάρωνα | θα ζευγαρώνω | να ζευγαρώνω | ζευγαρώνοντας | |
β' ενικ. | ζευγαρώνεις | ζευγάρωνες | θα ζευγαρώνεις | να ζευγαρώνεις | ζευγάρωνε | |
γ' ενικ. | ζευγαρώνει | ζευγάρωνε | θα ζευγαρώνει | να ζευγαρώνει | ||
α' πληθ. | ζευγαρώνουμε | ζευγαρώναμε | θα ζευγαρώνουμε | να ζευγαρώνουμε | ||
β' πληθ. | ζευγαρώνετε | ζευγαρώνατε | θα ζευγαρώνετε | να ζευγαρώνετε | ζευγαρώνετε | |
γ' πληθ. | ζευγαρώνουν(ε) | ζευγάρωναν ζευγαρώναν(ε) |
θα ζευγαρώνουν(ε) | να ζευγαρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ζευγάρωσα | θα ζευγαρώσω | να ζευγαρώσω | ζευγαρώσει | ||
β' ενικ. | ζευγάρωσες | θα ζευγαρώσεις | να ζευγαρώσεις | ζευγάρωσε | ||
γ' ενικ. | ζευγάρωσε | θα ζευγαρώσει | να ζευγαρώσει | |||
α' πληθ. | ζευγαρώσαμε | θα ζευγαρώσουμε | να ζευγαρώσουμε | |||
β' πληθ. | ζευγαρώσατε | θα ζευγαρώσετε | να ζευγαρώσετε | ζευγαρώστε | ||
γ' πληθ. | ζευγάρωσαν ζευγαρώσαν(ε) |
θα ζευγαρώσουν(ε) | να ζευγαρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ζευγαρώσει | είχα ζευγαρώσει | θα έχω ζευγαρώσει | να έχω ζευγαρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ζευγαρώσει | είχες ζευγαρώσει | θα έχεις ζευγαρώσει | να έχεις ζευγαρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ζευγαρώσει | είχε ζευγαρώσει | θα έχει ζευγαρώσει | να έχει ζευγαρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ζευγαρώσει | είχαμε ζευγαρώσει | θα έχουμε ζευγαρώσει | να έχουμε ζευγαρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ζευγαρώσει | είχατε ζευγαρώσει | θα έχετε ζευγαρώσει | να έχετε ζευγαρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ζευγαρώσει | είχαν ζευγαρώσει | θα έχουν ζευγαρώσει | να έχουν ζευγαρώσει |
|
Παθητική φωνή: [1]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ζευγαρώνομαι | ζευγαρωνόμουν(α) | θα ζευγαρώνομαι | να ζευγαρώνομαι | ||
β' ενικ. | ζευγαρώνεσαι | ζευγαρωνόσουν(α) | θα ζευγαρώνεσαι | να ζευγαρώνεσαι | ||
γ' ενικ. | ζευγαρώνεται | ζευγαρωνόταν(ε) | θα ζευγαρώνεται | να ζευγαρώνεται | ||
α' πληθ. | ζευγαρωνόμαστε | ζευγαρωνόμαστε ζευγαρωνόμασταν |
θα ζευγαρωνόμαστε | να ζευγαρωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ζευγαρώνεστε | ζευγαρωνόσαστε ζευγαρωνόσασταν |
θα ζευγαρώνεστε | να ζευγαρώνεστε | (ζευγαρώνεστε) | |
γ' πληθ. | ζευγαρώνονται | ζευγαρώνονταν ζευγαρωνόντουσαν |
θα ζευγαρώνονται | να ζευγαρώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ζευγαρώθηκα | θα ζευγαρωθώ | να ζευγαρωθώ | ζευγαρωθεί | ||
β' ενικ. | ζευγαρώθηκες | θα ζευγαρωθείς | να ζευγαρωθείς | ζευγαρώσου | ||
γ' ενικ. | ζευγαρώθηκε | θα ζευγαρωθεί | να ζευγαρωθεί | |||
α' πληθ. | ζευγαρωθήκαμε | θα ζευγαρωθούμε | να ζευγαρωθούμε | |||
β' πληθ. | ζευγαρωθήκατε | θα ζευγαρωθείτε | να ζευγαρωθείτε | ζευγαρωθείτε | ||
γ' πληθ. | ζευγαρώθηκαν ζευγαρωθήκαν(ε) |
θα ζευγαρωθούν(ε) | να ζευγαρωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ζευγαρωθεί | είχα ζευγαρωθεί | θα έχω ζευγαρωθεί | να έχω ζευγαρωθεί | ζευγαρωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ζευγαρωθεί | είχες ζευγαρωθεί | θα έχεις ζευγαρωθεί | να έχεις ζευγαρωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ζευγαρωθεί | είχε ζευγαρωθεί | θα έχει ζευγαρωθεί | να έχει ζευγαρωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ζευγαρωθεί | είχαμε ζευγαρωθεί | θα έχουμε ζευγαρωθεί | να έχουμε ζευγαρωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ζευγαρωθεί | είχατε ζευγαρωθεί | θα έχετε ζευγαρωθεί | να έχετε ζευγαρωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ζευγαρωθεί | είχαν ζευγαρωθεί | θα έχουν ζευγαρωθεί | να έχουν ζευγαρωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ζευγαρωμένος - είμαστε, είστε, είναι ζευγαρωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ζευγαρωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ζευγαρωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ζευγαρωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ζευγαρωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ζευγαρωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ζευγαρωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζευγαρώνω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 με τύπους παθητικής φωνής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)