ζεύξιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζεύξιμος | η | ζεύξιμη | το | ζεύξιμο |
γενική | του | ζεύξιμου | της | ζεύξιμης | του | ζεύξιμου |
αιτιατική | τον | ζεύξιμο | τη | ζεύξιμη | το | ζεύξιμο |
κλητική | ζεύξιμε | ζεύξιμη | ζεύξιμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζεύξιμοι | οι | ζεύξιμες | τα | ζεύξιμα |
γενική | των | ζεύξιμων | των | ζεύξιμων | των | ζεύξιμων |
αιτιατική | τους | ζεύξιμους | τις | ζεύξιμες | τα | ζεύξιμα |
κλητική | ζεύξιμοι | ζεύξιμες | ζεύξιμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ζεύξιμος
- που μπορεί να ζευχθεί, που είναι κατάλληλος γι’ αυτό το σκοπό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζεύξιμος
|