ζευκτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζευκτός | η | ζευκτή | το | ζευκτό |
γενική | του | ζευκτού | της | ζευκτής | του | ζευκτού |
αιτιατική | τον | ζευκτό | τη | ζευκτή | το | ζευκτό |
κλητική | ζευκτέ | ζευκτή | ζευκτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζευκτοί | οι | ζευκτές | τα | ζευκτά |
γενική | των | ζευκτών | των | ζευκτών | των | ζευκτών |
αιτιατική | τους | ζευκτούς | τις | ζευκτές | τα | ζευκτά |
κλητική | ζευκτοί | ζευκτές | ζευκτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζευκτός < αρχαία ελληνική ζευκτός (ζευγμένος, συνδεδεμένος)
Επίθετο
επεξεργασίαζευκτός
- συνδεδεμένος, συζευγμένος
- που μπορεί να ζευχθεί
Σημειώσεις
επεξεργασία- το ζευκτό ως ουσιαστικό: τριγωνική κατασκευή, δομικό στοιχείο της στέγης
Μεταφράσεις
επεξεργασία ζευκτός
|