Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζευγαρίζω < μεσαιωνική ελληνική < ζευγάρι + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ζευγαρίζω

Παράγωγα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία