ζευγάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζευγάς | οι | ζευγάδες |
γενική | του | ζευγά | των | ζευγάδων |
αιτιατική | τον | ζευγά | τους | ζευγάδες |
κλητική | ζευγά | ζευγάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζευγάς < μεσαιωνική ελληνική < ζεῦγος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζευγάς αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠαροιμίες
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ζευγάς
|