Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζευγαρωμένος η ζευγαρωμένη το ζευγαρωμένο
      γενική του ζευγαρωμένου της ζευγαρωμένης του ζευγαρωμένου
    αιτιατική τον ζευγαρωμένο τη ζευγαρωμένη το ζευγαρωμένο
     κλητική ζευγαρωμένε ζευγαρωμένη ζευγαρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζευγαρωμένοι οι ζευγαρωμένες τα ζευγαρωμένα
      γενική των ζευγαρωμένων των ζευγαρωμένων των ζευγαρωμένων
    αιτιατική τους ζευγαρωμένους τις ζευγαρωμένες τα ζευγαρωμένα
     κλητική ζευγαρωμένοι ζευγαρωμένες ζευγαρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζευγαρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζευγαρώνω

  Μετοχή επεξεργασία

ζευγαρωμένος -η -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία