ζευγαρωμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
ζευγαρωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ζευγαρωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ζευγαρωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ζευγαρωμένος