ζευγίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζευγίτης | οι | ζευγίτες |
γενική | του | ζευγίτη | των | ζευγιτών |
αιτιατική | τον | ζευγίτη | τους | ζευγίτες |
κλητική | ζευγίτη | ζευγίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζευγίτης < μεσαιωνική ελληνική ζευγίτης < αρχαία ελληνική ζευγῖται < ζεῦγος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζευγίτης αρσενικό
- ζευγάς
- (ιστορία) ο αρχαίος Αθηναίος που ανήκε στην τάξη των διακοσιομέδιμνων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ζεύγος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιστορικός όρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ζευγῑτα- | |||||
ονομαστική | ὁ | ζευγίτης | οἱ | ζευγῖται | |
γενική | τοῦ | ζευγίτου | τῶν | ζευγιτῶν | |
δοτική | τῷ | ζευγίτῃ | τοῖς | ζευγίταις | |
αιτιατική | τὸν | ζευγίτην | τοὺς | ζευγίτᾱς | |
κλητική ὦ! | ζευγῖτᾰ | ζευγῖται | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζευγίτᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ζευγίταιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζευγίτης αρσενικό (ῑ) (θηλυκό ζευγῖτις)
- ζεμένος σε ζυγό
- (στρατιωτικός όρος) στρατιώτης σε στρατιωτικό ζυγό
- (πολιτική) μέλος της τάξης των διακοσιομέδιμνων: → δείτε τη λέξη ζευγῖται
Πηγές
επεξεργασία- ζευγίτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζευγίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.