Ετυμολογία 1

επεξεργασία
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ζευγῑτα-
ονομαστική οἱ ζευγῖται
      γενική τῶν ζευγιτῶν
      δοτική τοῖς ζευγίταις
    αιτιατική τοὺς ζευγίτᾱς
     κλητική ! ζευγῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ ζευγίτ
γεν-δοτ τοῖν ζευγίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ζευγῖται: πληθυντικός αριθμός του ζευγίτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζευγῖται αρσενικό

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
ζευγῖται: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

ζευγῖται αρσενικό