ζευγῖται
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|
ζευγῑτα- | |||
ονομαστική | οἱ | ζευγῖται | |
γενική | τῶν | ζευγιτῶν | |
δοτική | τοῖς | ζευγίταις | |
αιτιατική | τοὺς | ζευγίτᾱς | |
κλητική ὦ! | ζευγῖται | ||
δυϊκός | |||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζευγίτᾱ | |
γεν-δοτ | τοῖν | ζευγίταιν | |
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- ζευγῖται: πληθυντικός αριθμός του ζευγίτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζευγῖται αρσενικό
- (πολιτική) η τάξη των διακοσιομέδιμνων: η τρίτη από τις τάξεις που χώρισε ο Σόλων τους αρχαίους Αθηναίους· ανήκαν σ' αυτή όσοι μπορούσαν να διατηρούν ζεύγος βοδιών
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- ζευγῖται: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ζευγῖται αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του ζευγίτης