Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζευγαρωτός
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Βοηθήστε το Βικιλεξικό
επεκτείνοντάς την
!
πτώση
ενικός
ονομαστική
ζευγαρωτ
ός
ζευγαρωτ
ή
ζευγαρωτ
ό
γενική
ζευγαρωτ
ού
ζευγαρωτ
ής
ζευγαρωτ
ού
αιτιατική
ζευγαρωτ
ό
ζευγαρωτ
ή
ζευγαρωτ
ό
κλητική
ζευγαρωτ
έ
ζευγαρωτ
ή
ζευγαρωτ
ό
πτώση
πληθυντικός
ονομαστική
ζευγαρωτ
οί
ζευγαρωτ
ές
ζευγαρωτ
ά
γενική
ζευγαρωτ
ών
ζευγαρωτ
ών
ζευγαρωτ
ών
αιτιατική
ζευγαρωτ
ούς
ζευγαρωτ
ές
ζευγαρωτ
ά
κλητική
ζευγαρωτ
οί
ζευγαρωτ
ές
ζευγαρωτ
ά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
ζευγαρωτός
<
→ λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
Επεξεργασία
ζευγαρωτός
Αυτός που υπάρχει, είναι, γίνεται κατα ζεύγη.
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
ζευγαρωτός
αγγλικά
:
pairwise
(en)