συμβιβαστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμβιβαστής < ελληνιστική κοινή συμβιβαστής < αρχαία ελληνική συμβιβάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμβιβαστής[1] αρσενικό (θηλυκό συμβιβάστρια)
- αυτός που συμβιβάζει
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμβιβαστής
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συμβιβαστής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)