Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ευκολοσυμβίβαστος η ευκολοσυμβίβαστη το ευκολοσυμβίβαστο
      γενική του ευκολοσυμβίβαστου της ευκολοσυμβίβαστης του ευκολοσυμβίβαστου
    αιτιατική τον ευκολοσυμβίβαστο την ευκολοσυμβίβαστη το ευκολοσυμβίβαστο
     κλητική ευκολοσυμβίβαστε ευκολοσυμβίβαστη ευκολοσυμβίβαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ευκολοσυμβίβαστοι οι ευκολοσυμβίβαστες τα ευκολοσυμβίβαστα
      γενική των ευκολοσυμβίβαστων των ευκολοσυμβίβαστων των ευκολοσυμβίβαστων
    αιτιατική τους ευκολοσυμβίβαστους τις ευκολοσυμβίβαστες τα ευκολοσυμβίβαστα
     κλητική ευκολοσυμβίβαστοι ευκολοσυμβίβαστες ευκολοσυμβίβαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ευκολοσυμβίβαστος < ευκολο- + (συμβιβάζω) συμβιβασ- + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ευκολοσυμβίβαστος[1]

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ευκολοσυμβίβαστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)