συμβιβαστικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
συμβιβαστικά < συμβιβαστικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασία
συμβιβαστικά
- προσπαθώντας να επιτευχθεί συμβιβασμός
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συμβιβαστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
συμβιβαστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συμβιβαστικό