↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμβιβασμένος η συμβιβασμένη το συμβιβασμένο
      γενική του συμβιβασμένου της συμβιβασμένης του συμβιβασμένου
    αιτιατική τον συμβιβασμένο τη συμβιβασμένη το συμβιβασμένο
     κλητική συμβιβασμένε συμβιβασμένη συμβιβασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμβιβασμένοι οι συμβιβασμένες τα συμβιβασμένα
      γενική των συμβιβασμένων των συμβιβασμένων των συμβιβασμένων
    αιτιατική τους συμβιβασμένους τις συμβιβασμένες τα συμβιβασμένα
     κλητική συμβιβασμένοι συμβιβασμένες συμβιβασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμβιβασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου συμβιβάζω

συμβιβασμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία