συμβιβασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- συμβιβασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου συμβιβάζω
Μετοχή
επεξεργασία
συμβιβασμένος, -η, -ο
- που έχει συμβιβαστεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συμβιβασμένος
|