Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμβιβαζόμενος η συμβιβαζόμενη το συμβιβαζόμενο
      γενική του συμβιβαζόμενου της συμβιβαζόμενης του συμβιβαζόμενου
    αιτιατική τον συμβιβαζόμενο τη συμβιβαζόμενη το συμβιβαζόμενο
     κλητική συμβιβαζόμενε συμβιβαζόμενη συμβιβαζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμβιβαζόμενοι οι συμβιβαζόμενες τα συμβιβαζόμενα
      γενική των συμβιβαζόμενων των συμβιβαζόμενων των συμβιβαζόμενων
    αιτιατική τους συμβιβαζόμενους τις συμβιβαζόμενες τα συμβιβαζόμενα
     κλητική συμβιβαζόμενοι συμβιβαζόμενες συμβιβαζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμβιβαζόμενος: μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος συμβιβάζομαι

  Μετοχή επεξεργασία

συμβιβαζόμενος, -η, -ο

  1. που κάνει ένα συμβιβασμό αυτή τη στιγμή ή την ώρα που έκανε κάτι άλλο, που μπορεί να συμβιβαστεί στο μέλλον, με το να συμβιβάζεται (τροπική), επειδή συμβιβάζεται,
    Σήκωσε από τις Βρυξέλλες τη λευκή σημαία, συμβιβαζόμενος με τους όρους του μνημονίου..
    Να στηρίζει -συμβιβαζόμενος- έναν Πρόεδρο με τον οποίο....

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία