compromettant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | compromettant | compromettants |
θηλυκό | compromettante | compromettantes |
Επίθετο
επεξεργασίαcompromettant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | compromettant | compromettants |
θηλυκό | compromettante | compromettantes |
compromettant (fr)