Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
pontifex
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Λατινικά (la)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Κλίση
Λατινικά
(la)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
pontifex
<
pons
(=
γέφυρα
) +
facio
(=
κάνω
) ((
κυριολεκτικά
)
γεφυροποιός
μεταξύ Θεού και ανθρώπων)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
pontifex
αρσενικό
ποντίφικας
Κλίση
επεξεργασία
αριθμός
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
pontifex
pontificēs
γενική
pontificis
pontificum
δοτική
pontificī
pontificibus
αιτιατική
pontificem
pontificēs
κλητική
pontifex
pontificēs
αφαιρετική
pontifice
pontificibus
(γ' κλίση)