Ετυμολογία

επεξεργασία
facio < πρωτοϊταλική *fakiō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰeh₁ (θέτω, βάζω)

facio (la) (προστακτική συνήθως fac, αλλά απαντά και ο αρχαϊκός τύπος face)

Προστακτική ενεστώτα:-,fac,-,facite,-